- παραπληκτεύομαι
- παρα-πληκτεύομαι,A to be mad, Aq.1 Ki.21.14(15), 15(16).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπληκτεύομαι — Α [παράπληκτος] είμαι παραφρων … Dictionary of Greek
παραπληκτίζω — Α [παράπληκτος] παραπληκτεύομαι* … Dictionary of Greek